- λογχομαχώ
- λογχομάχησα, πολεμώ με τη λόγχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λογχομαχώ — έω μάχομαι με τη λόγχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγχη + μαχῶ(< μάχος < μάχομαι), πρβλ. ναυ μαχώ, ξιφο μαχώ] … Dictionary of Greek
λογχομαχία — η [λογχομαχώ] 1. μάχη με λόγχες 2. άσκηση στον χειρισμό τής λόγχης. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογχομαχῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek